μετέκγονοι

μετέκγονοι
μετέκγονοι
children's children
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μετέκγονος — μετέκγονος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει γεννηθεί από απογόνους, απόγονος 2. στον πληθ. oἱ μετέκγονοι α) οι εγγονοί β) οι μεγάλοι σε ηλικία εγγονοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἔκγονος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”